άτλαντας

άτλαντας
ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, -αντος)
1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού
2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος
3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι
νεοελλ.
1. συλλογή χαρτών
2. (για πρόσωπα) ισχυρός, υπομονητικός
αρχ.
1. ο Ατλαντικός Ωκεανός
2. άτολμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη, ήδη ομηρική, σύνθετη < α- (αθροιστικό) + (θ.) τλᾱ-, τλήναι (πρβλ. Ατλᾱγενέων), με μεταπλασμό κατά τα θέματα σε -ντ- (δηλ. -ας, -αντος αντί του -ας, -αο). Όσον αφορά στην ονομασία της αφρικανικής οροσειράς Άτλας (πιθ. αρχική ονομασία της αρκαδικής οροσειράς Κυλλήνης, που, αφού διαδόθηκε μέσω του Έπους, κατέληξε να δηλώνει την οροσειρά της Αφρικής, που θεωρούνταν ως κολόνα του ουρανού), υποστηρίζεται ότι πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό του βερβερικού τ. drār «βουνό». Αξιοσημείωτη είναι η μαρτυρία του Ησυχίου: «άτλας
άτολμος, απαθής και η διιούσα ευθεία έως των πόλων», σύμφωνα με την οποία, ο τ. άτλας («άτολμος, απαθής») < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, λόγω της διαφορετικής σημασίας που προσδίδεται σ' αυτόν. Τέλος το νεώτ. άτλαντας, «συλλογή χαρτών» < γαλλ. atlas (< ελλ. Άτλας), η σημασία του οποίου προήλθε από έκδοση συλλογής χαρτών του Mercator το 1595, που έφεραν ως προμετωπίδα τον μυθικό Άτλαντα.
ΠΑΡ. Ατλαντίδα (Α -ίς), ατλαντικός
αρχ.
ατλάντειος.
ΣΥΝΘ. αρχ. Ατλαγενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἄτλαντας — Ἄτλας Atlas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages — Many cities in Europe have different names in different languages. Some cities have also undergone name changes for political or other reasons. This article attempts to give all known different names for all major cities that are geographically… …   Wikipedia

  • Astrology — Not to be confused with Astronomy. ‹ The template below (Ast box) is being considered for merging. See templates for discussion to help reach a consensus. › …   Wikipedia

  • Епархии Константинопольского патриархата — В статье представлены краткие актуальные сведения о епархиях Константинопольской православной церкви (Константинопольского патриархата). Все епархии перечислены по регионам их нахождения в алфавитном порядке. Титулы архиереев совпадают с… …   Википедия

  • Американская архиепископия — Архиепископ Димитрий и Д. Буш …   Википедия

  • Епархии Константинопольской православной церкви — В статье представлены краткие актуальные сведения о епархиях Константинопольской православной церкви (Константинопольского патриархата). Все епархии перечислены по регионам их нахождения в алфавитном порядке. Титулы архиереев совпадают с… …   Википедия

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”